- ἐπέπτατο
- ἐπέπτατο: see ἐπιπέτομαι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐπέπτατο — ἐφίπταμαι aor ind mid 3rd sg πετάννυμι fly plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)